ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ | ΛΙΛΗ ΛΑΜΠΡΕΛΗ



 


Ένας ασβός τριγυρνούσε εδώ κι εκεί, αναζητώντας το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο! Ρώτησε την πέτρα, το δέντρο, τριών λογιών πετούμενα, κι ύστερα, έναν ποιητή, έναν παραμυθά, ένα παιδί. Στο τέλος, βρήκε κάποιον που κοιμότανε και τον ρώτησε κι αυτόν. Άλλοι απάντησαν αυτό που δεν ήξεραν, άλλοι αυτό που ήξεραν, άλλοι αυτό που ένιωθαν. Ο καθένας έδωσε ένα κομμάτι της απάντησης. Τελικά, εσύ τι λες πως είναι το πιο πολύτιμο στον κόσμο; 


Πολύτιμο
! Μια λέξη με ιδιαίτερη βαρύτητα στη ζωή αλλά και στα παραμύθια! Και να που ένας ασβός, μια φορά κι έναν καιρό άρχισε να τριγυρνά στο δάσος, ψάχνοντας να μάθει ποιο είναι το πολυτιμότερο πράγμα στον κόσμο.

Ο ασβός απευθύνθηκε στην πέτρα η οποία εξέφρασε την πεποίθηση ότι το να είναι κανείς ελαφρύς και να μπορεί να πετάξει είναι το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο. Όμως ο ασβός δεν ικανοποιήθηκε. Συνάντησε την πεταλούδα κι εκείνη του δήλωσε ότι το πιο πολύτιμο πράγμα είναι να είσαι βαρύς και να αντέχεις. Ο ασβός στην αναζήτηση της «αλήθειας» του άκουσε την άποψη του δέντρου, των αποδημητικών πουλιών, της κουκουβάγιας, του ποιητή, του παραμυθά, του παιδιού. Άλλος απάντησε να ταξιδεύεις, άλλος να έχεις κάπου να ακουμπήσεις, άλλος ότι το πιο πολύτιμο πράγμα είναι  η γνώση, οι λέξεις, το να αγαπάς. Μα ασβός είναι αυτός και μπορεί να τρυπώνει παντού. Όταν η συγγραφέας κοιμόταν χώθηκε στο όνειρό της κι αν θέλετε να μάθετε τι απάντησε δεν έχετε παρά να διαβάσετε το βιβλίο.



Βιογραφικό

Γεννήθηκα κοντά στη θάλασσα και λένε πως όποιος γεννιέται κοντά στη θάλασσα είναι πλασμένος από χώμα και θαλασσινό νερό. Αν τα παραπάνω είναι αλήθεια, τότε είμαι χώμα και θαλασσινό νερό σαν όλους όσοι γεννιούνται κοντά στη θάλασσα κι είμαι ακόμα φως, σκοτάδι, σκατά, όνειρα και ιστορίες σαν όλους -όπου κι αν γεννήθηκαν.

Πιστεύω πως η ζωή ξεκίνησε όταν απ΄ το σκοτάδι γεννήθηκε το φως και πως η αληθινή ζωή ξεκίνησε όταν ένας άνθρωπος -άντρας; γυναίκα;- αφηγήθηκε για πρώτη φορά την ομορφιά του κόσμου. Από τότε ως τώρα, όταν κάποιος λέει μια ιστορία από κείνες τις παλιές που τις λένε παραμύθια και μιλάνε για μονοπάτια που οδηγούν απ΄ το σκοτάδι στο φως, τον λένε παραμυθά, τον λένε αλλοπαρμένο, μπορεί γιατί είναι με τη μεριά της ζωής, με τη μεριά της αθωότητας, με τη μεριά του ήρωα ή της ηρωίδας που από τον πάτο του πηγαδιού σηκώνει το κεφάλι προς το φως.

Σε τι διαφέρουν από τους πολλούς αυτοί οι λίγοι αλλοπαρμένοι που λένε παραμύθια; Μήπως δεν είναι κανίβαλες Στρίγκλες; Είναι -σαν όλους. Μήπως δεν είναι γενναίοι Γιαννάκηδες; Είναι -σαν όλους. Η διαφορά βρίσκεται στο ότι ξέρουν ότι είναι ΚΑΙ Στρίγκλες ΚΑΙ Γιαννάκηδες, γιατί ΔΕΝ μπορούν να πούνε την ιστορία της Στρίγκλας και του Γιαννάκη, αν δεν το ξέρουν.

Το μεγάλο τους αμάρτημα; Συχνά είναι πολυλογάδες κι ακόμα πιο συχνά (πάντα;) αναζητώντας την αλήθεια, μπερδεύονται. Γι΄ αυτό είναι καταδικασμένοι να προσπαθούν να ξεμπερδέψουν το κουβάρι λέγοντας παραμύθια, δηλαδή ιστορίες που δεν σπαταλάνε τις λέξεις, κι άλλα παραμύθια κι άλλα κι άλλα, για να σώσουν την ψυχή τους.

Στη γλώσσα γουαρανί νιεε σημαίνει “λέξη”, αλλά και “ψυχή”. Οι ινδιάνοι Γουαρανί πιστεύουν πως όσοι λένε ψέματα ή σπαταλάνε τις λέξεις προδίδουν την ψυχή.

Στα μονοπάτια των παραμυθιών, οι ιστορίες είναι πέρα για πέρα αληθινές, όμως δεν ζούνε στον ορατό κόσμο -γίνονται ορατές μονάχα όταν κάποιος τις λέει με την καρδιά του και μονάχα την ώρα που τις λέει. Ύστερα, πετάνε και ψάχνουν άλλον να τις πει με την καρδιά του και να τις ζωντανέψει. Τα παραμύθια μοιάζουν με αγγέλους που μεταφέρουν φως κι αυτό το φως φωτίζει αλήθειες που κρύβονται στο χώμα και στο θαλασσινό νερό και στο θάνατο και στα σκατά και στα όνειρα.

Είμαι παραμυθού. Με τα παραμύθια τρέφομαι, μ΄ αυτά παρηγοριέμαι, μ΄ αυτά κοιμάμαι και μ΄ αυτά ξυπνάω, αναζητώντας ησυχία για να ξεπεράσω τις παγίδες της φασαρίας του κόσμου -του φόβου, της σαχλαμάρας, της ξιπασιάς, της ζητιανιάς αποδοχής, της όποιας ζητιανιάς- που καραδοκούν εντός μου και κάποιες φορές εκτός.

Γεννήθηκα στον Πειραιά. Οι παππούδες μου, Μικρασιάτες από το Αϊβαλί που πέρασαν απέναντι, στη Μυτιλήνη, πριν από την Καταστροφή. Οι γιαγιάδες μου, βέρες Μυτιληνιές. Τάφοι προγόνων και στις δυο μεριές – τόσο κοντινές που τα βράδια βλέπεις τα φωτάκια ν’ ανάβουν ένα ένα από την απέναντι ήπειρο.Σπούδασα νομικά και κάμποση μουσική. Έκανα λίγη δικηγορία, υπήρξα για μερικά φεγγάρια δημόσιος υπάλληλος και για πολλά χρόνια (ως τον Ιούνιο του 2014) δούλεψα μεταφράστρια στο Λουξεμβούργο και τις Βρυξέλλες.

Το 1998, από καθαρή συγκυρία, συνάντησα τον παραμυθά Ανρί Γκουγκό και βούτηξα στα βαθιά των παραμυθιών – δεν έχω αναδυθεί ποτέ. Τα παραμύθια και η αφήγησή τους μου έκαναν πολλά δώρα – ανάμεσα σ’ αυτά, αναπάντεχες συναντήσεις με “δασκάλους” που δεν ήταν δάσκαλοι αλλά κάτι πολύ πιο πολύτιμο, με “μαθητές”  που σε καμιά περίπτωση δεν ήταν μαθητές, με ομότεχνους σε μια τέχνη που δεν είναι τέχνη γιατί δεν χρειάζεται ούτε θεωρητική γνώση ούτε τεχνική, με εντός και εκτός εγγραμματοσύνης στοχαστές.

Έχουν εκδοθεί δεκαοκτώ δικά μου βιβλία (τρία από αυτά και σε μορφή audio), κι ένα σιντί με παραμύθια.

Σχόλια